ποδαλγής

ποδαλγής
ποδαλγής
gouty
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ποδαλγής — ές, Α αυτός που έχει πόνους στα πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + αλγής (< ἄλγος «πόνος»), πρβλ. κεφαλ αλγής] …   Dictionary of Greek

  • ποδαλγεῖ — ποδαλγέω produce gout pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ποδαλγέω produce gout pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) ποδαλγής gouty masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ποδαλγής gouty masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποδαλγία — ἡ, Α [ποδαλγής] η ποδάγρα …   Dictionary of Greek

  • ποδαλγικός — ή, όν, Α [ποδαλγής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ποδαλγία, στην ποδάγρα 2. αυτός που πάσχει από ποδάγρα …   Dictionary of Greek

  • ποδαλγιώ — άω, Α υποφέρω από πόνους στα πόδια, πάσχω από ποδάγρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποδαλγής + κατάλ. ιῶ / ιάω, που απαντά σε ρ. που δηλώνουν ασθένεια (πρβλ. αρρωστ ιώ)] …   Dictionary of Greek

  • ποδαλγός — όν, Α αυτός που πάσχει από ποδάγρα, ποδαλγικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού ποδαλγής] …   Dictionary of Greek

  • ποδαλγώ — άω, Α [ποδαλγής] μού πονούν τα πόδια, πάσχω από ποδάγρα …   Dictionary of Greek

  • πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …   Dictionary of Greek

  • ποδαλγῶν — ποδαλγέω produce gout pres part act masc nom sg (attic epic doric) ποδαλγής gouty masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) ποδαλγός masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”